Κέντρο Κοινωνικής Μέριμνας και Ανάπτυξης Δήμου Ακτίου Βόνιτσας

Παρουσίαση Δήμου

Μνημεία

Κάστρο Βόνιτσας

Στη Βόνιτσα, πάνω σε ύψωμα που βρέχεται από τα ήρεμα νερά του Αμβρακικού κόλπου βρίσκεται το επιβλητικό κάστρο της Βόνιτσας. Έχει χαρακτηρισθεί ως “προέχον βυζαντινόν μνημείον” με Βασιλικό Διάταγμα του 1922.

 

Στη Βόνιτσα, πάνω σε ύψωμα που βρέχεται από τα ήρεμα νερά του Αμβρακικού κόλπου βρίσκεται το επιβλητικό κάστρο της Βόνιτσας. Έχει χαρακτηρισθεί ως “προέχον βυζαντινόν μνημείον” με Βασιλικό Διάταγμα του 1922.

Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη της Βυζαντινής αυτής πόλης υπάρχουν από το τέλος του 10ου αιώνα.

Το κάστρο κτίστηκε το 11ο αιώνα (περί το 1070) επί αυτοκρατόρων Κομνηνών, από τους Ενετούς, οι οποίοι έλαβαν από το Βυζάντιο το προνόμιο να κτίσουν το φρούριο (και βασικά να εκμεταλλευτούν εμπορικά το λιμάνι).

Μετά το 1204, η Βόνιτσα ήταν μέρος του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1294 δόθηκε στον πρίγκιπα του Τάραντα σαν μέρος της προίκας της κόρης του Δεσπότη της Ηπείρου. To 1362 έγινε κτήση του οίκου των Tocco της Κεφαλλονιάς και το 1448 ξαναπέρασε στα χέρια των Βενετών.

Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο. Τα τρία φρούρια στην είσοδο του Αμβρακικού, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα) διευθύνονταν από Ενετό Προβλεπτή.

Οι Τούρκοι κατέκτησαν τη Βόνιτσα το 1479, μετά τη λήξη του Α’ Τουρκοβενετικού πολέμου.

Οι Ενετοί επέστρεψαν υπό τον Μοροζίνη το 1684 και οι κατέλαβαν το κάστρο. Οι εχθροπραξίες στην περιοχή κράτησαν για 15 χρόνια ώσπου με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) η Βόνιτσα κατοχυρώθηκε επίσημα στη Βενετία.

Το 1714 ξέσπασε νέος Ενετουρκικός πόλεμος και η Τούρκοι ξαναπήραν το κάστρο. Το φθινόπωρο του 1717 μια μεγάλη δύναμη Ενετών πολιόρκησε το κάστρο και μετά από σφοδρές μάχες το κυρίευσε. Η Βόνιτσα με το κάστρο της παρέμεινε Ενετική κτήση μέχρι την κατάλυση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα το 1797.

Η τελική διαμόρφωση του κάστρου έγινε αυτήν την περίοδο από τους Ενετούς κυρίως αλλά και από τους Τούρκους.

Το 1797 πέρασε για λίγο στην κατοχή των Γάλλων οι οποίοι όμως το έχασαν τον επόμενο χρόνο από τον Αλή πασά ο οποίος εκείνη την εποχή άρχισε να χτίζει κάστρα με φρενήρη ρυθμό στην ευρύτερη περιοχή.

Οι Έλληνες κατέλαβαν το κάστρο στην επανάσταση του 1821 αλλά φαίνεται ότι δεν το κράτησαν γιατί αναφέρεται ότι παρέμεινε μια μικρή τουρκική δύναμη σε αυτό. Οι Τούρκοι αποχώρησαν το 1828 όταν οι δυνάμεις του Γιουσούφ πασά που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή κατατροπώθηκαν από τον Μπότσαρη. Επισήμως, η Βόνιτσα αποδόθηκε στο Ελληνικό Κράτος μαζί με την υπόλοιπη Ακαρνανία στις 17 Απριλίου 1832.

Το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός που συνδέεται με την καστροπολιτεία της Βόνιτσας είναι ο θάνατος σε αυτήν του Νορμανδού κατακτητή της Σικελίας Ροβέρτου Γυισκάρδου, το 1085 (αν και η επικρατέστερη άποψη είναι ότι πέθανε στο Ληξούρι).

 

Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρώσεων και των κτισμάτων που σώζονται σχεδιάστηκαν από Ενετούς μηχανικούς πάνω στα παλιά βυζαντινά ερειπωμένα τείχη.

Είναι εκτάσεως 105 στρεμμάτων και το ανώτατο σημείο του είναι σε υψόμετρο 65 μέτρων από τη θάλασσα.

Το κάστρο της Βόνιτσας παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάταξη και δομή των μεσοβυζαντινών καστροπολιτειών. Αποτελείται από την άνω ακρόπολη, την κάτω ακρόπολη και τη Χώρα, δηλαδή την οχυρωμένη κάτω πόλη που ήταν το επίκεντρο του αστικού, οικονομικού και θρησκευτικού βίου.

Ο περίβολος της ακρόπολης έχει ακανόνιστο ατρακτοειδές σχήμα μήκους 265 και πλάτους 150 μέτρων, με προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ περικλείοντας έκταση 34 στρεμμάτων.

Βορειοδυτικά της ακρόπολης ορθώνεται ένα κτίριο σχεδόν κυκλικό το οποίο σήμερα είναι ναός αφιερωμένος στην αγία Σοφία, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα σώζεται ένα κτίριο, με οροφή που εσωτερικά στηρίζεται σε τόξα, το οποίο κάποτε θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί σαν αποθήκη.

Οι ευρείες προθήκες και αλλαγές του 17ου και 18ου αιώνα κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τα βυζαντινά στοιχεία του κάστρου και του έδωσαν τη σημερινή μορφή του.

Εξετάζοντας προσεκτικά το κάστρο διαπιστώνει κανείς ότι ο αρχιτέκτονας ενέταξε στο σχέδιο του και αξιοποίησε όλες τις ανωμαλίες του βράχου και κατάφερε να εξασφαλίσει το φρούριο από στεριά και θάλασσα και να το καταστήσει απρόσβλητο ακόμη και αν το υπερασπιζόταν μικρή φρουρά.

Κάστρο του Γρίβα

Ταξιδεύοντας από τη Βόνιτσα προς τη Λευκάδα και λίγο πριν από αυτή, πάνω σε βραχώδη λόφο υψώνεται το φρούριο του Τεκέ ή κάστρο του Γρίβα. Από τα κάστρα που έχτισε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς, με μοναδική θέα προς τον Αμβρακικό, το Ιόνιο και τη Λευκάδα.

 

Ταξιδεύοντας από τη Βόνιτσα προς τη Λευκάδα και λίγο πριν από αυτή, πάνω σε βραχώδη λόφο υψώνεται το φρούριο του Τεκέ ή κάστρο του Γρίβα. Από τα κάστρα που έχτισε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς, με μοναδική θέα προς τον Αμβρακικό, το Ιόνιο και τη Λευκάδα.

 

 

Ο χαμηλός αλλά οξυκόρυφος λόφος είναι σε μια λωρίδα στεριάς που εισχωρεί στη θάλασσα. Βρίσκεται περί το 1 χιλιόμετρο ανατολικά από τη γέφυρα της Λευκάδας, σε σημείο που ελέγχει πολύ καλά τον θαλάσσιο αλλά και τον από ξηράς δρόμο που ενώνει την Αιτωλοακαρνανία με τη Λευκάδα. Αρχικά ο λόφος ήταν γνωστός για μοναστηριακό μουσουλμανικό κτίσμα που ήταν κατασκευασμένο εκεί από το 1668 και γι’ αυτό είχε την ονομασία «Τεκές».

Ο Αλή πασάς εκτίμησε τη στρατηγική αξία της θέσης και αποφάσισε να αξιοποιήσει το λόφο με την κατασκευή οχυρού.

 

Η πρώτη απόπειρα οχύρωσης του λόφου έγινε τον Απρίλιο του 1799. Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων προσπάθησε να μετατρέψει σε φρούριο το μοναστήρι που βρισκόταν σε αυτό το σημείο και καλούταν τότε Τεκές. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ένα ασφαλές σημείο ώστε να καταλάβει το κάστρο της Αγίας Μαύρας.

Οι κάτοικοι της Λευκάδας θορυβήθηκαν από την είδηση αυτή, καθώς ήταν φανερό πως σκοπός του Αλή ήταν η δημιουργία προμαχώνα ώστε να καταλάβει μελλοντικά το φρούριο της Αγίας Μαύρας που προστάτευε τη Λευκάδα και ζήτησαν τη μεσολάβηση του ναυάρχου Ουσακώφ και του Καδήρ Μπέη που βρισκόταν εκείνη την εποχή στη Κέρκυρα. Η παρέμβαση αυτών των δύο ανάγκασε τον Αλή να σταματήσει την ανέγερση του φρουρίου αλλά μόνο προσωρινά.

Το 1806, όταν ο Αλή πασάς κατέλαβε τη Βόνιτσα και τη Πρέβεζα ήταν έτοιμος να «οδεύσει» και προς την Λευκάδα. Η ολοκλήρωση της κατασκευής του φρουρίου έγινε τάχιστα. Στα τέλη του 1806 άρχισαν να συγκεντρώνονται στο φρούριο Τουρκαλβανοί. Η διστακτικότητα όμως του Αλή πασά, και η δίμηνη αναβολή της επίθεσης, έδωσαν την ευκαιρία στη φρουρά της Λευκάδας για οργάνωση και προετοιμασία.

Τόσο με το φρούριο του Τεκέ όσο και με αυτό του Αγίου Γεωργίου ο Αλής είχε κλείσει τις εξόδους του διαύλου της Λευκάδας και είχε κόψει τη συγκοινωνία μέσω της λιμνοθάλασσας στην πόλη. Έτσι τον Μάρτη του 1807 επιχειρήθηκε από την φρουρά της Λευκάδας η κατάληψη του κάστρου χωρίς επιτυχία. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στους Γάλλους, και η επίθεση του Αλή πασά ματαιώθηκε.

Αργότερα ο Αλή πασάς παραχώρησε το φρούριο στην οικογένεια των Γριβαίων. Έτσι έμεινε γνωστό σαν «κάστρο του Γρίβα».

Τον Μάιο του 1821, τα δύο οχυρά (της Περατιάς και της Πλαγιάς) πολιορκήθηκαν από τους Έλληνες υπό τον Γ.Τσόγκα που τελικά τα κατέλαβε.

Το μνημείο διατηρείται σήμερα σε όχι καλή κατάσταση και είναι εύκολα επισκέψιμο. Διατηρούνται αρκετά δωμάτια και αποθήκες σε αρκετά όμως από αυτά οι στέγες έχουν καταρρεύσει. Από τους πύργους του φρουρίου ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την υπέροχη θέα προς τον Αμβρακικό, το Ιόνιο και τη Λευκάδα.

To οχυρό διαμορφώνεται με περιμετρικό τείχος και τρεις πολυγωνικούς προμαχώνες από τους οποίους οι δύο είναι στη βόρεια πλευρά και ο τρίτος, που είναι μεγαλύτερος, καλύπτει σχεδόν ολόκληρη τη νότια πλευρά του οχυρού και είναι προσανατολισμένος εναντίον του κάστρου της Αγίας Μαύρας. Οι προμαχώνες είναι μπαζωμένοι μέχρι επάνω.

Εκτός από τους προμαχώνες, και όλο το υπόλοιπο τείχος ενισχύεται από επιχωματώσεις εσωτερικά, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένας πλατύς διάδρομος περιμετρικά των τειχών στο επάνω μέρος του κάστρου, πλάτους σχεδόν 10 μέτρων, με πολλαπλές θέσεις για κανόνια.

Η εξωτερική περίμετρος είναι περί τα 180 μέτρα που εσωκλείει μια επιφάνεια εμβαδού 1400 τ.μ.

Η πύλη του κάστρου είναι στη λιγότερο εκτεθειμένη ανατολική πλευρά και δεν ανοίγεται απευθείας στο τείχος, αλλά σε βοηθητικό κτίσμα που οδηγεί σε άνοιγμα προς το εσωτερικό.

Στο εσωτερικό σχηματίζεται μια στενόμακρη αυλή 33✖9μ που μέσω ενός κεκλιμένου επιπέδου (ράμπας) οδηγεί στην ανώτερη στάθμη, στον περίδρομο του τείχους.

Κάστρο Πλαγιάς

Ένα χιλιόμετρο πάνω από την Πλαγιά Αιτωλοακαρνανίας και απέναντι από τη Λευκάδα σε ένα χαμηλό ύψωμα υπάρχει το κάστρο του Αγίου Γεωργίου.

Το κάστρο είναι εντυπωσιακό από μακριά, δίδυμο του γειτονικού κάστρου της Περατιάς (του Γρίβα) και χτίστηκε την ίδια περίοδο.

Ένα χιλιόμετρο πάνω από την Πλαγιά Αιτωλοακαρνανίας και απέναντι από τη Λευκάδα σε ένα χαμηλό ύψωμα υπάρχει το κάστρο του Αγίου Γεωργίου.

Το κάστρο είναι εντυπωσιακό από μακριά, δίδυμο του γειτονικού κάστρου της Περατιάς (του Γρίβα) και χτίστηκε την ίδια περίοδο.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, η τουρκοκρατούμενη βορειοανατολική Αιτωλοακαρνανία βρέθηκε στο στόχαστρο του Αλή Πασά, που θέλησε να τη χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο για τη ατελέσφορη, τελικώς, επιχείρηση κατά της Λευκάδας το 1807. Κατάλοιπα αυτής της περιόδου είναι τα δύο κάστρα, που έκτισε ο περιβόητος πασάς: του Αγίου Γεωργίου στην Πλαγιά και το κάστρο του Τεκέ (ή του Γρίβα) στη Περατιά. Και τα δύο κάστρα χτίστηκαν το 1806 με 1807.

Αυτά τα έργα, όπως και πολλά άλλα κάστρα που έκτισε ο Αλή πασάς, κτίστηκαν με σχεδιασμό και επίβλεψη Γάλλων μηχανικών και κυρίως του συνταγματάρχη Guillaume de Vaudoncourt.

Ειδικά στο κάστρο της Πλαγιάς ο επιβλέπων ήταν ο Έλληνας ταγματάρχης στην υπηρεσία του Ναπολέοντα Νικόλαος Τσεσμελής, γνωστός και ως Χατζή-Νικόλας Παπάζογλου.

Η κατασκευή του κάστρου ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1807 μετά από λίγους μόνο μήνες εργασιών και παρά το γεγονός ότι οι Ρώσοι βομβάρδιζαν συνεχώς το σημείο από τη Λευκάδα και από το οχυρό Αλέξανδρου, απέναντι, για να ματαιώσουν την ανέγερση.

Τον Ιούλιο του 1807 μετά από Γαλλορωσική συμφωνία τα Επτάνησα αποδόθηκαν στους Γάλλους και ο Αλή πασάς εγκατέλειψε τις βλέψεις του εναντίον της Λευκάδας. Το κάστρο της Πλαγιάς δεν του ήταν πλέον χρήσιμο.

Τον Μάιο του 1821, τα δύο οχυρά (της Περατιάς και της Πλαγιάς) πολιορκήθηκαν από τους Έλληνες υπό τον Γ.Τσόγκα που τελικά τα κατέλαβε.



Γύρω από το κάστρο της Πλαγιάς υπάρχουν τα λείψανα της οχύρωσης μιας αρχαίας πόλης, σχεδόν οκταπλάσιας σε έκταση από αυτή του νεώτερου φρουρίου. Η πόλη περιλάμβανε και ακρόπολη, η οποία βρισκόταν στην ανατολική άκρη της οχύρωσης, στο σημείο περίπου όπου σήμερα βρίσκεται το νεώτερο φρούριο. Το τείχος της είναι κτισμένο με το πολυγωνικό σύστημα δόμησης και χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ. Περιλαμβάνει 11 ορθογωνικούς πύργους και μια τουλάχιστον πύλη.

Η πόλη αυτή ταυτίζεται κατ΄ άλλους με την Ομηρική πόλη Νήρικο και κατ΄ άλλους με τη γνωστή από το Θουκυδίδη (2,30) πόλη Σόλλιο, η οποία παραδόθηκε από τους Αθηναίους στους Ακαρνάνες Παλαιρείς το 431 π.Χ. Πιθανότερη είναι η δεύτερη ταύτιση.

Ένας υψηλός οχυρωματικός περίβολος πλάτους 2,5μ-3μ περικλείει μια αυλή ενισχυμένος στις 4 γωνίες με ισχυρούς προμαχώνες, από τους οποίους οι τρεις είναι κυκλικοί και ο ένας πολυγωνικός. Η εσωτερική αυλή έχει σχήμα ρόμβου με μέγιστο μήκος 150μ και μέγιστο πλάτος 75μ.

Αυτό το ασυνήθιστο ρομβοειδές σχήμα επελέγη μάλλον για να δίνει το οχυρό μικρότερο στόχο από δυτικά από όπου δεχόταν κανονιοβολισμούς κατά τη διάρκεια κατασκευής του. Η διάταξη του φρουρίου είναι τέτοια ώστε ο κύριος όγκος του να κρύβεται πίσω από τον δυτικό προμαχώνα σε σχέση με το οχυρό του Αλέξανδρου από όπου οι Ρώσοι έβαλαν. Γι’ αυτό ο δυτικός προμαχώνας είναι ο μεγαλύτερος, ο ισχυρότερος και ο μόνος πολυγωνικός.

H πύλη του κάστρου βρίσκεται στη λιγότερη εκτεθειμένη ανατολική πλευρά.

Στο κέντρο της εσωτερικής αυλής υπάρχει ένας τεράστιος βράχος θραύσματα του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των τειχών. Το κάστρο της Πλαγιάς είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που η εσωτερική αυλή δεν είναι επίπεδη και όχι πλήρως διαμορφωμένη.

Σε όλη την περίμετρο των τειχών έτρεχε ένας διάδρομος πλάτους 1 μέτρου που προστατευόταν από παραπέτο ύψους 1,20μ. Στο παραπέτο ανοίγονται κατά διαστήματα τυφεκιοθυρίδες σε ύψος 40 εκατοστών από τον περίδρομο.

Φρούριο Ακτίου

Στην Ακαρνανική ακτή, απέναντι από την Πρέβεζα, πάνω στη θάλασσα, είναι κτισμένο το φρούριο του Ακτίου. Η κατασκευή του άρχισε στα τέλη του 18ου αιώνα και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 19ου από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε διαπιστώσει την ανάγκη κατασκευής του στη θέση αυτή ώστε σε συνδυασμό με αυτό τη Πρέβεζας να είναι δυνατός ο έλεγχος της εισόδου στον Αμβρακικό.

Είναι μικρό και συμπαγές φρούριο που διατηρεί εξωτερικά την αρχική του μορφή, παρόλο που είναι τελείως παραμελημένο. Η οριστικοποίηση της κατασκευής του ανάγεται στους χρόνους 1807 -1810.

Έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας με υπουργική απόφαση Υπουργείο Πολιτισμού.

Στην Ακαρνανική ακτή, απέναντι από την Πρέβεζα, πάνω στη θάλασσα, είναι κτισμένο το φρούριο του Ακτίου. Η κατασκευή του άρχισε στα τέλη του 18ου αιώνα και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 19ου από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε διαπιστώσει την ανάγκη κατασκευής του στη θέση αυτή ώστε σε συνδυασμό με αυτό τη Πρέβεζας να είναι δυνατός ο έλεγχος της εισόδου στον Αμβρακικό.

Είναι μικρό και συμπαγές φρούριο που διατηρεί εξωτερικά την αρχική του μορφή, παρόλο που είναι τελείως παραμελημένο. Η οριστικοποίηση της κατασκευής του ανάγεται στους χρόνους 1807 -1810.

Έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας με υπουργική απόφαση Υπουργείο Πολιτισμού.

Το οχυρό έχει αρκετά ασυνήθιστη σχεδίαση. Μια τριγωνική περίκλειστη αυλή περιβάλλεται από ψηλό τείχος με τρεις ογκώδεις προμαχώνες στις γωνίες. Η μία πλευρά του τριγώνου βλέπει προς τη θάλασσα.

Τα μήκη των πλευρών του τριγώνου κυμαίνονται μεταξύ 35μ και 45μ. Πιο μικρή είναι η πλευρά προς τη θάλασσα.

Η μοναδική είσοδος είναι στη βόρεια πλευρά, στο σημείο που αρχίζει ο ανατολικός προμαχώνας. Μετά την πύλη, ένας επιμήκης εσωτερικός διάδρομος οδηγεί στην εσωτερική αυλή αφού περάσει από ένα σημείο που προστατεύεται από τυφεκιοθυρίδες.

Η ανοιχτή εσωτερική αυλή περιβάλλεται από εσοχές με καμάρα διαμορφωμένες στην εσωτερική πλευρά του τείχους. Από την αυλή μια ράμπα (κεκλιμένο επίπεδο) οδηγεί στον επάνω όροφο του οχυρού. Αυτός ο επάνω όροφος είναι απλά ένας πλατύς διάδρομος (περίδρομος) στο επάνω μέρος των τειχών, σε όλο το μήκος της περιμέτρου. Ο περίδρομος προστατεύεται από χαμηλό παραπέτο στο οποίο έχουν ανοιχτεί σχισμές για τα πυροβόλα όπλα.

Οι τρεις προμαχώνες είναι εξ ολοκλήρου μπαζωμένοι εσωτερικά, μέχρι επάνω. Στο επάνω μέρος υπάρχει παραπέτο με τέσσερις θέσεις για κανόνια (μάλλον τέσσερις θέσεις για το ίδιο κανόνι που μπορούσε να βάλει σε διαφορετικές κατευθύνσεις).

ΚΑΣΤΡΟ ΑΕΤΟΥ

Η θέση του στο εσωτερικό της Ακαρνανίας εξασφάλιζε φυσική προστασία από τους επιδρομείς, και επιπλέον είναι κτισμένο στο τέλος περίπου της διαδρομής από Μύτικα – Κανδήλα – Βάρνακα – Αρχοντοχώρι- Αετό – Κατούνα και έδινε τη δυνατότητα για έλεγχο αυτού του περάσματος, που στα χρόνια του μεσαίωνα ήταν η κύρια οδός από τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας προς την ενδοχώρα.

Πρέπει να κτίστηκε ανάμεσα στους 4ο και 6ο μ.Χ. αιώνες, μαζί με το χωριό του Αετού για να αντιμετωπιστούν οι βαρβαρικές επιδρομές. Το πρόβλημα τότε ήταν οι Ούννοι, οι Βησιγότθοι, οι Άβαροι κ.ά.

Η οχύρωση του κάστρου συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε περί το 1250 από τους Δεσπότες της Ηπείρου.

Το 1294 πέρασε στη δικαιοδοσία του Φίλιππου Β’ του Τάραντος ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄ Κομνηνού Δούκα. Ο Φίλιππος Β’, από το 1297 που πέθανε ο Νικηφόρος, έγινε και «Δεσπότης της Ρωμανίας», ενώ ήταν ήδη Βασιλιάς της Αλβανίας και τιτουλάριος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Στην επικράτειά του ανήκε και η Ακαρνανία και η Μεγάλη Βλαχία (περίπου η Θεσσαλία). Έτσι το κάστρο πέρασε υπό την κυριαρχία των Ανδεγαυών, δηλ. του οίκου των ντ’Ανζού της Νότιας Ιταλίας.

Ο Φίλιππος ανέθεσε τη διοίκηση του κάστρου (μάλλον μαζί με το αντίστοιχο φέουδο στον κόντε Ιωάννη Καβάσιλα).

Περί το 1340 το κάστρο, όπως και η ευρύτερη περιοχή, κατακτήθηκε από τους Σέρβους, οι οποίοι έμειναν για μερικά χρόνια. Τους διαδέχθηκαν διάφοροι Αλβανοί τοπάρχες.

Στα 1399, ο κόμης Κεφαλληνίας Κάρολος Τόκο ανέθεσε στον Μάνο Μηλιαρέση από τη Σικελία την κατάληψη του φρουρίου του Αετού, πράγμα που ο τελευταίος κατάφερε το 1402. Έτσι το φρούριο πέρασε στους Φράγκους του ανδεγαυικού οίκου της Κεφαλονιάς. Ο Τόκο έδωσε το 1416 το κάστρο στον τρίτο γιο του Μενούνο.

Το 1450 μαζί με τα φρούρια στο 
Αγγελόκαστρο και στο Βάρνακα, το κάστρο του Αετού καταλήφθηκε από τους Τούρκους, στη κατοχή των οποίων έμεινε μέχρι την επανάσταση του 1821.

Επί Τουρκοκρατίας το κάστρο δεν πρέπει να αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα και κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε.

Όπως μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα είχε δύο διαζώματα με καλύτερα διατηρημένο το εσωτερικό.

Οι τοίχοι έχουν κατασκευαστεί από ακανόνιστους πωρόλιθους της περιοχής, ενώ στα κενά ανάμεσα στις πέτρες και στους αρμούς χρησιμοποιήθηκαν θραύσματα πλίνθων.

Τέλος σώζονται αρκετά καμαροσκέπαστα δωμάτια, τα περισσότερα σήμερα κάτω από το έδαφος.
Στις καμάρες έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρά επεξεργασμένες πέτρες και σε αρκετά σημεία πλίνθοι.

Το κάστρο καλύπτει μια έκταση 200μ✖40μ. Μοιάζει, στην αρχική του μορφή, με φράγκικο κάστρο διαθέτοντας εξωτερικά τείχη, εξωτερικό περίβολο, εσωτερικό περίβολο και ακρόπυργο.

Το τείχος είναι σε ερειπιώδη κατάσταση, αλλά είναι ορατό σε όλο του το μήκος εκτός από την ανατολική πλευρά όπου δεν υπάρχει τίποτα επειδή ίσως εκεί δεν χρειαζόταν ποτέ τείχος.

Το τείχος ενισχυόταν κατά διαστήματα με προεξέχοντες πύργους, το καλύτερο παράδειγμα των οποίων είναι ο πύργος στη βόρεια πλευρά. Στη δυτική πλευρά, στη γωνία υπάρχει ακόμα ένας πύργος.

Στην κορυφή του κάστρου υπάρχει μια παραληλλόγραμμη εσωτερική οχύρωση που περιλάμβανε ένα πύργο που σήμερα είναι δυσδιάκριτος.

Η πύλη πρέπει να ήταν κάπου στη νοτιοδυτική άκρη του τείχους όπου υπάρχουν υπολείμματα πύργου. Δυο επιπλέον πύργοι υπήρχαν στη νότια πλευρά (βλ. Κάτοψη)

ΚΑΣΤΡΟ ΠΑΛΑΙΡΟΥ

Στο δυτικό άκρο της Ακαρνανίας, απέναντι από τη Λευκάδα, πάνω στο βραχώδες ύψωμα με την ονομασία «Κεχροπούλα» (υψόμετρο 272 μ.), πολύ κοντά στο ομώνυμο χωριό (πρώην Ζαβέρδα) και σε απόσταση 15 χλμ. περίπου ΝΔ από τη Βόνιτσα, διατηρούνται τα ερείπια της αρχαίας Παλαίρου. Ο οχυρωματικός της περίβολος, συνολικού μήκους 2 περίπου χλμ., αποτελεί ένα από τα εκπληκτικότερα δείγματα της Ακαρνανικής οχυρωματικής τέχνης και διατηρείται ακόμα όρθιος σε όλο το μεγαλείο του.
H ταύτιση της πόλης, με βάση τις αναφορές του Στράβωνα, με την αρχαία Πάλαιρο, βρίσκει σήμερα σύμφωνους όλους τους μελετητές, ενώ έχει τεκμηριωθεί και με επιγραφικές μαρτυρίες.
Η τοποθεσία δεσπόζει στη γύρω πεδιάδα, με τη μεγάλη λίμνη της Βουλκαριάς στα ΒΔ της (το αρχαίο Μυρτούντιον σύμφωνα με τον Στράβωνα), γεγονός που υποδηλώνει τη σημασία της ως στρατηγικού σημείου κατά την αρχαιότητα, καθώς βρισκόταν κοντά στις γνωστές Κορινθιακές αποικίες της Λευκάδας, του Σολλίου και του Ανακτορίου.
Η Πάλαιρος αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη, όταν το 431 π. Χ. οι Αθηναίοι καταλάβανε και παραδώσανε σε αυτήν την κορινθιακή αποικία Σόλλιον, η οποία βρίσκονταν στην Ακαρνανική ακτή απέναντι από την Λευκάδα. Επίσης, από τον Ξενοφώντα, το 389-388 π.Χ. όταν ο Αγησίλαος, μετά από αίτημα των Αχαιών, ήρθε στην Ακαρνανία και εξανάγκασε τους Ακαρνάνες να διαλύσουν τη συμμαχία τους με τους Αθηναίους και τους Βοιωτούς και να συνάψουν ειρήνη με τους Αχαιούς και συμμαχία με τους Σπαρτιάτες.
Στο εσωτερικό της πόλης ιδιαίτερης μνείας αξίζει ο οικιστικός ιστός, οργανωμένος κατά το ιπποδάμειο σύστημα. Όπως φαίνεται από τα ορατά κατάλοιπά της, ακολουθήθηκε ένα ενιαίο σχέδιο και μια πολεοδομική διάταξη ανάλογη με εκείνη πολλών άλλων γνωστών αρχαίων πόλεων.
Σε περίοπτη θέση, στα χαμηλά πρανή και στα ΝΑ της οχύρωσης, διατηρούνται τα θεμέλια της αρχαίας αγοράς. Διακρίνεται επίμηκες οικοδόμημα στην βόρεια πλευρά της, που αποτελούσε πιθανότατα στοά. Μπροστά από αυτή και δυτικά της ΝΑ γωνίας της σώζονται τα θεμέλια ενός ημικυκλικού βάθρου, στο οποίο οδηγεί ένας αναβαθμός, λαξευμένος στο φυσικό βράχο. Η αγορά επικοινωνεί με την πεδιάδα στα ΝΑ της με μια πύλη (Ν πύλη ή πύλη ΣΤ΄).
Στο ψηλότερο σημείο της οχύρωσης, στα ΒΑ, υπάρχει η φυσικά οχυρωμένη ακρόπολη, στην οποία διατηρείται μικρή δεξαμενή. Εκτός των τειχών της πόλης υπάρχει επίσης πληθώρα θεμελίων ιδιωτικών οικιών και άλλων οικοδομημάτων, ενώ στα Δ και στα Ν της εκτείνονται τα νεκροταφεία της.
Eσωτερικά της οχύρωσης και κοντά στη Β πύλη της πόλης, βρίσκονται οι δυο μεγάλες δεξαμενές. Έχουν ορθογώνιο σχήμα, με καμπύλες γωνίες και διαστάσεις …. Χ …… μ. Βρίσκονται η μια δίπλα στην άλλη και χωρίζονται μεταξύ τους από τοίχο πάχους ……. μ., ενώ επικοινωνούν μεταξύ τους με τη βοήθεια μικρής διαμέτρου πήλινου σωλήνα, ο οποίος βρίσκεται σε ύψος … μ. από τον πυθμένα τους. Φέρουν επένδυση εσωτερικά από συμπαγές υδραυλικό ασβεστοκονίαμα και έχουν βάθος μεγαλύτερο από …… μ.
Το λιμάνι της αρχαίας πόλης βρίσκεται σε απόσταση 4,5 χλμ., στα Β της παραλίας του όρμου Παλαίρου και Β του παραλιακού χωριού της Πογωνιάς. Στη παραλία του χωριού αυτού και μέσα στην θάλασσα, έχει εντοπιστεί αρχαίος μόλος, μήκους 220 μ. περίπου.
Στο λόφο που υψώνεται αμέσως Δ της αρχαίας πόλης, βρίσκεται το ιερό του Προφήτη Ηλία, το οποίο θα πρέπει να της ανήκε, ενώ στην περιοχή ΝΑ της και σε απόσταση 1 χλμ. ΒΑ της νέας Παλαίρου, συναντάμε την οχυρωμένη θέση Καστρί (πάνω από τη Μονή του Αγίου Αθανασίου) και κάτω στην πεδιάδα, 1 χλμ. ΒΔ της προηγούμενης θέσης, τον πύργο της Σκλάβαινας.

ΠΥΡΓΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Στο βόρειο άκρο ενός μικρού όρμου του Αμβρακικού κόλπου, από την πλευρά της Αιτωλοακαρνανίας, στη χερσόνησο Μυρτάρι, κάτω από το κάστρο της Βόνιτσας βρίσκονται τα ερείπια του ισχυρού φρουριακού περιβόλου της Μονής Αγίας Παρασκευής.

Το μόνο που σώζεται από τη μονή είναι το καθολικό της Αγίας Παρασκευής και τα απομεινάρια της (αξιόλογης) οχύρωσης και του πύργου.

Ιστορία

Η Αγία Παρασκευή ήταν μετόχι της Μονής Κορωνησίας ή Κορακονησίας, η οποία ήταν αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου και η οποία είχε μεγάλη περιουσία καθώς είχε ειδικά προνόμια τόσο επί Ενετοκρατίας όσο και αργότερα επί Τουρκοκρατίας.

Στα τέλη του 18ου αι. η μονή της Αγίας Παρασκευής είχε ξεπέσει σε μικρό μοναστήρι με λίγους μοναχούς, που υπαγόταν ακόμη στο Μοναστήρι της Κορωνησίας και τελικά διαλύθηκε επί Όθωνα το 1834.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε η μονή ούτε πότε κατασκευάστηκε η φρουριακή περίβολος και ο πύργος.

Το κάστρο πρέπει να κτίστηκε κάπου μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα. Είναι πιθανό να προϋπήρχε του μοναστηριού και αργότερα να έγινε μέρος του. Κάνουμε αυτήν την υπόθεση γιατί είναι πιθανότερο να υπήρχε στο σημείο εκείνο ένας προμαχώνας του κάστρου της Βόνιτσας παρά οχύρωση μοναστηριού που φαίνεται λίγο υπερβολική για μονή που δεν κινδύνευε από πειρατικές επιδρομές.
Αυτός είναι και ο λόγος που το χαρακτηρίζουμε «Ενετικό» ταυτίζοντας την προέλευσή του με αυτήν του Κάστρου της Βόνιτσας .

Αρχαιολογικό Μουσείου Θυρρείου

Το Θύρρειο ή Θύριο, είναι χωριό του Νομού Αιτωλοακαρνανίας και είναι κτισμένο στις πλαγιές των Ακαρνανικών βουνών σε υψόμετρο 500 μέτρα από τη θάλασσα κοντά στη θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης. Έχει πληθυσμό 859 κατοίκους (απογραφή 2001), έκταση 43.237 στρέμματα και σήμερα διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Ακτίου-Βόνιτσας, ενώ παλιότερα ο Το αρχαίο Θύρρειο εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή τον 4ο αι. π.Χ., κατά περιόδους υπήρξε έδρα του Κοινού των Ακαρνάνων. Το 167 π.Χ. φαίνεται να είναι επίσημα, η τρίτη κατά σειρά και τελευταία, πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων. 

Το Θύρρειο ήταν έδρα νομισματοκοπείου και έκοβε νομίσματα την περίοδο 350-250 π.Χ. Τα τείχη που το περιέβαλαν, όπως περιγράφει ο Ξενοφών, ήταν τα πιο ισχυρά της Ελλάδας, με περίμετρο 10 χιλιόμετρα. 

νομαζόταν Άγιος Βασίλειος. 

Μεγάλα τμήματα σώζονται και σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση.

Πέντε χρόνια μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο (31/30 π.Χ.) η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και οι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη.

Το αρχαιολογικό Μουσείο στο Θύρρειο δημιουργήθηκε το 1961 στην είσοδο του χωριού επί εφόρου Αρχαιοτήτων, αρχαιολόγου Ευθύμιου Μαστροκώστα όπου ολοκληρώθηκαν η ανέγερση όσο και οι εργασίες για την έκθεση ευρημάτων για την ανάδειξη  της αρχαίας ιστορίας της περιοχής. 

Το Μουσείο αυτό είναι ένας από τους λιγοστούς αλλά μεγάλης σημασίας πόλος έλξης της περιοχής  όπως και ο μοναδικός φύλακας της ιστορίας των Ακαρνάνων. 

Στον κατάλογο “Αρχείο ευρημάτων Μουσείου στο Θύρρειο” είναι καταγεγραμμένα στα τέλη του 1993 σε δύο αίθουσες: Λίθινα αντικείμενα 263, Πήλινα αντικείμενα 130, Χάλκινα αντικείμενα μαζί με νομίσματα 55. 

Περιείχε εκθέματα όπως : Ηλιακό ωρολόγιο. Έργα γλυπτά μικρής και μεγάλης πλαστικής, ολόγλυφα και ανάγλυφα, αγγεία κυρίως ελληνιστικών χρόνων, μεταλλικά αντικείμενα ποικίλης καθημερινής χρήσης, νομίσματα. 

 

Επιτύμβιες στήλες, τεμάχια ψηφιδωτού, έργα μικροτεχνίας. (Ξεχωρίζει ένα πάνω σε φίλντισι που παρουσιάζει εργαστήριο σιδηρουργού. Λάρνακα).

Επίσης, επιτύμβιες επιγραφές αλλά και επιγραφές με επιγράμματα με καταλόγους ιερατικών θιάσων, με ψηφίσματα προξενίας ή με συνθήκες όπως αυτή η μεγάλη σημασίας της συμμαχίας Ρωμαίων και Θύρρειου του 94 π.χ., επίσης επιγραφή της συνθήκης της Συμμαχίας Αιτωλών και Ρωμαίων του 212 π.χ. 

Τα εκθέματα είναι από διάφορα μέρη της  Ακαρνανίας και όχι μόνο της περιοχής του αρχαίου Θύρρειου. 

ΠΙΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΥΡΡΕΙΟΥ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ»

Όπως από την αρχαία ακρόπολη της Κεχροπούλας (Παλαίρου), από το αρχαίο Ανακτόριο, από την σημερινή περιοχή των Παλιαμπέλων, τη Βόνιτσα, από το Σπαρτάρι Βόνιτσας, τη θέση Λέκκα της Βόνιτσας, από την περιοχή του Μοναστηρακίου και από την περιοχή του Λουτρακίου Κατούνας, αυτά όλα έως το 1993 περίπου μιας και το βιβλίο του Αρχαιολόγου Ιωάννη Μερατζή με τίτλο «ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΥΡΡΕΙΟΥ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» εκδόσεις ΑΓΡΙΩΝΙΩΝ ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ & ΙΣΤΟΡΙΑΣ Δ. ΣΤΕΡ. ΕΛΛΑΔΟΣ εκδόθηκε το 1994 από το  οποίο  σας παρουσιάσαμε  περιληπτικά τα εκθέματα.  

α περισσότερα από τα  εκθέματα παραδόθηκαν από τους κατοίκους του Θυρρειου αλλά και άλλων χωριών της Ακαρνανίας.

Σίγουρα το μουσείο θα ήταν πλουσιότερο σε εκθέματα αν πολλά από τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν κατέληγαν στο αρχαιολογικό μουσείο Αγρινίου ή σε άλλα. 

Αρχαιολογικοί Χώροι

 

Η  περιοχή διασώζει πολλά και σημαντικά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, που  καλύπτουν μια αδιάσπαστη πολιτιστική και ιστορική πορεία από την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια.

Το αρχαίο Ανακτόριον

Το Αρχαίο Ανακτόριο Αρχαία Χρόνια: Η πόλη είναι κτισμένη κοντά στο αρχαίο Ανακτόριο, αποικία που ίδρυσαν οι Κορίνθιοι το 630 π.Χ. Ο Στράβων λέει ότι ήταν πόλη «κραταιά και πολυάνθρωπη». Τα νομίσματα που διασώθηκαν είναι μάρτυρες της οικονομικής άνθησης της πόλης. Στην περιοχή έχουν εντοπισθεί βυθισμένα τμήματα του αρχαίου Ανακτορίου. Τα κτίσματα που βρίσκονται στα παράλια ή στο βυθό φαίνεται να σώζονται σε καλή κατάσταση καθώς διακρίνονται μέσα στα γαλάζια νερά. Ξεχωρίζουν οχυρωματικά τείχη και πύργοι, ένας λιμενοβραχίονας, αποβάθρες και άλλα βυθισμένα κτίρια που χρονολογούνται απ’ την Ελληνιστική έως τη πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο το Ανακτόριο, όπως και η υπόλοιπη Ακαρνανία, προσαρτήθηκε στη Ήπειρο με πρωτεύουσα τη Νικόπολη. Τη περίοδο αυτή πέφτει σε μαρασμό διότι με την ίδρυση της Νικόπολης (στην γειτονική Πρέβεζα) ακολουθεί η υποχρεωτική συγκέντρωση του πληθυσμού σ’ αυτή. Λίγο αργότερα διαδόθηκε στη περιοχή η Χριστιανική θρησκεία, κατά παράδοση από μαθητές του Παύλου που ήρθαν απ’ τη Κόρινθο ή τη Νικόπολη στα Ακαρνανικά παράλια.23 Βυζαντινά χρόνια:24 Με το όνομα Βόνιτσα, η πόλη, κάνει την εμφάνισή της στην ιστορία στα τέλη του 4oυ μ.Χ. αιώνα, όταν οι Βησιγότθοι του Αλάριχου κατέστρεψαν το αρχαίο Ανακτόριο κι όσοι από τους κατοίκους του γλίτωσαν, έκτισαν τη Βόνιτσα στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Η νέα πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα εξ αιτίας του μόχθου των κατοίκων της και της ασφάλειας που της παρείχε η γεωγραφική της θέση. Τίποτε όμως το σαφές δεν αναφέρεται για την περιοχή της Βόνιτσας στην περίοδο αυτή, η οποία δεν φαίνεται να έχει άλλη ιστορία από εκείνη του καθημερινού μόχθου για την επιβίωση. Μόνο συμπερασματικά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι θα είχε υποστεί πολλά  από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Γότθων, Ούννων, Βανδάλων, Σαρακηνών και Σλαβικών φύλων. Στις επιδρομές αυτές των Σλάβων οφείλει και το σημερινό της όνομα η Βόνιτσα, η οποία εμφανίζεται στην ιστορία τον 5ο ή 6ο αιώνα ως διάδοχος των γειτονικών αρχαίων ακαρνανικών πόλεων Παλαίρου, Θυρρείου και κυρίως του Ανακτορίου. Τον 9ο αιώνα η Βόνιτσα γίνεται έδρα ορθόδοξης Επισκοπής και μαζί με τις επισκοπές του Αγγελόκαστρου, Αετού, Ρωγών, Ιωαννίνων, Φωτικής, Δρυινουπόλεος, Βουθρωτού και Χειμάρας, υπάγονταν στη Μητρόπολη Ναυπάκτου, μια από τις πρώτες εκκλησίες του χριστιανισμού. Αναφέρεται στις πηγές σαν επισκοπή Βονίτζης, Βοδίντζης, Βοντίτζης και Βουνδίτζης (ονομασία που σύμφωνα με τους ερευνητές συνδέεται με τη σλαβική λέξη βόντα, που σημαίνει νερό) και κατέχει τη πρώτη θέση ανάμεσα στις επισκοπές που υπάγονταν στη Μητρόπολη Ναυπάκτου. Στην αρχή του 11ου αιώνα το Βυζαντινό κράτος έφθανε στην ακμή του με τις εκστρατείες του Βασιλείου Β΄ κατά των Βουλγάρων. Η βασιλεία για σχεδόν πενήντα χρόνια του Βασιλείου Β΄ (976-1025), άφησε το κράτος σε κατάσταση πλήρους εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Υπήρχε σύστημα επαρχιακής Διοίκησης, με το οποίο η αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη σε τμήματα τα γνωστά «Θέματα». Η Βόνιτσα υπαγόταν στο Θέμα της Νικόπολης, που αποτελούσε το τρίτο Θέμα της Ελληνικής χερσονήσου και περιελάμβανε την Ήπειρο και μέρος της Ακαρνανίας. Η κατάσταση αυτή έφερε την οικονομική ευημερία και ανάπτυξη. Αργότερα όμως το κράτος άρχισε να κλονίζεται από τις εισβολές νέων εχθρών που συνέπεσαν με την αύξηση της εσωτερικής διαμάχης για την εξουσία. Έτσι, στην αρχή της 2ης μ.Χ. χιλιετηρίδας, ταυτόχρονα με τις περιπέτειες των άλλων επαρχιών του βυζαντινού κράτους, άρχισαν και οι περιπέτειες της Βόνιτσας. Τον Ιούνιο του 1081 ο Γυσκάρδος, βασιλιάς των Νορμανδών, επιτέθηκε εναντίον της Κέρκυρας με το σύνολο του στόλου και έγινε κύριος του νησιού μέσα σε λίγες μέρες. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός, λόγω των γεγονότων, φρόντισε να συγκεντρώσει στρατό, να εξοικονομήσει κάποιους χρηματικούς πόρους, να οχυρώσει τα φρούρια που ήταν την Ελλάδα, να διασφαλίσει προσωρινά το κράτος από τους Τούρκους και να βρει συμμάχους για να αντιμετωπίσει τον εχθρό στα δυτικά. Στην περίοδο αυτή μεταξύ των φρουρίων που βελτιώθηκε η οχύρωσή τους ήταν και αυτό της Βόνιτσας. Μετά τη 4η σταυροφορία (1204) εντάχτηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, γνωρίζοντας τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και ευημερία κατά την πολυτάραχη πορεία της. Το 1280 καταλήφθηκε από μισθοφόρους του Βασιλείου της Νεάπολης. Ο Δεσπότης Νικηφόρος Α’ την έδωσε προίκα στον Φίλιππο του Τάραντα, γιο του Βασιλιά της Νεάπολης, επισημοποιώντας έτσι την κατοχή της. Το 1314 βρέθηκε σε ελληνικά χέρια. Από το 1362, 69 περιήλθε στην κυριαρχία των Αλβανών ηγεμόνων Τόκκων, οπότε και αρχίζουν πάλι οι περιπέτειές της ταυτόχρονα με τις περιπέτειες των άλλων δυτικών επαρχιών του Βυζαντινού κράτους. Τουρκοκρατία: Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η πόλη πέρασε για ένα μεγάλο διάστημα υπό τον έλεγχο των Βενετών, και συγκεκριμένα από το 1684 έως το 1797. Το 1832 αποτέλεσε τμήμα του νέου Ελληνικού κράτους.

Το Άκτιο

Το Άκτιο επίσης σημαντική ιστορικά περιοχή όπου βρίσκονταν και το κοινό Ιερό των Ακαρνάνων. Αποτελεί το ακροτελεύτιο ακρωτήριο της Ακαρνανίας, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου και βρίσκεται απέναντι από την Πρέβεζα. Ο ναός αυτός έχει γκρεμιστεί από σεισμό αλλά και από καθίζηση στη θάλασσα. Κάθε δύο χρόνια στο Άκτιο γίνονταν τα «Άκτια», αγώνες ιππικοί και γυμναστικοί και γιορτές για να τιμήσουν οι Aκαρνανικές πόλεις τον θεό Απόλλωνα. Στη θαλάσσια περιοχή του Ακτίου και της σημερινής Πρέβεζας, έγινε τη 2α Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. η ομώνυμη ναυμαχία του Ακτίου, που ήταν το τέλος της ρήξης μεταξύ Αντώνιου και Οκταβιανού, στη δεύτερη τριανδρία της Ρώμης. Τα σωζόμενα αρχαία ερείπια των λουτρικών εγκαταστάσεων από τους Ρωμαίους αλλά και το αρχικά χωμάτινο και αργότερα πέτρινο φρούριο που έχτισε ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, είναι μόνο μερικά από τα μνημεία που στολίζουν την περιοχή. Μετά την επανάσταση του 1821 το Άκτιο αποτελούσε για πολλά χρόνια σύνορο της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Εκεί τοποθετείται το κοινό ιερό των αρχαίων Ακαρνάνων. Σώζονται τμήματα του αρχιτεκτονικού διακόσμου του Ρωμαϊκού ναού του Ακτίου Απόλλωνος. Επίσης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη και άλλου μικρού ναού στη θέση “Αράπης”.

Το αρχαίο Θύρρειον

Το Θύρρειο υπήρξε σημαντική πόλη της Ακαρνανίας και κάποια στιγμή πιστεύεται ότι ήταν και η μεγαλύτερη της περιοχής. Κτισμένο στη μεσαιωνική θέση που ονομαζόταν Άγιος Βασίλειος, το αρχαίο Θύρρειο ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ακαρνανίας. Κρίνοντας από την περίμετρο των τειχών του που πλησιάζει τα 10 χιλιόμετρα (9914 μέτρα) πολλοί ερευνητές το θεώρησαν μεγαλύτερο και από την Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα. Περίπου το 1897 ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έκαψε το Θύρρειο με σκοπό να εκδικηθεί για την ήττα του δικού του στρατιωτικού αποσπάσματος. Στο αρχαίο Θυρρείο λειτουργούσε νομισματοκοπείο και τα νομίσματα του φέρνουν την επιγραφή Θ-ΘΥ-. Στο σημερινό χωριό Θύρρειο, λειτουργεί αρχαιολογική συλλογή με ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή του Ανακτορίου

Η Κατούνα

Η περιοχή της Κατούνας κατοικείται από τα αρχαία χρόνια. Το όνομα της Ακαρνανικής Μεδεώνας θεωρείται πως έχει ρίζα Ιλλυρική και συνεπώς συνδέεται με τη παραμονή των Ακαρνανών στην Ήπειρο – Αλβανία πριν τη κάθοδό τους προς Νότο. Άλλοι ερευνητές θεωρούν πως το όνομα Μεδεώνα σχετίζεται με το ρήμα «Μέδομαι» που σημαίνει επιμελούμαι ή φροντίζω. Ίσως η αρχαία Μεδεώνα ήταν έδρα με ισχυρό άρχοντα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη περιοχή στα χρόνια που ακολούθησαν τη κάθοδο των Δωριέων και των Ακαρνανών προς το νότο. Αργότερα ανάμεσα στα έτη 350 και 300 π.Χ. η πόλη έκοψε νομίσματα στη μία πλευρά των οποίων παριστάνεται κεφαλή του Απόλλωνα και στην άλλη στεφάνι δάφνης και τα γράμματα Α ή Μ, όπως επίσης και νομίσματα στη μία πλευρά των οποίων παριστάνεται κεφαλή της Αθηνάς και στην άλλη τρίποδας ή κουκουβάγια και τρίποδας. Αρκετά φέρουν και τα γράμματα Μ-Ε. Σήμερα τα ερείπια της αρχαίας πόλης καταλαμβάνουν ένα ευρύ κύκλο σε γειτονικό με τη Κατούνα ύψωμα σε μια καλλιεργημένη περιοχή. Από την αρχαία πόλη διακρίνονται μόνο ερείπια των τειχών της. Η θέση που ήταν κτισμένη της έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει τη γειτονική λίμνη Αμβρακία και το δρόμο που οδηγούσε στη κοντινή αρχαία πόλη 71 που ήταν κτισμένη κοντά στο σημερινό χωριό Κομπωτή. Είναι επίσης πιθανό να διέθετε επίνειο που βρισκόταν κοντά στο σημερινό οικισμό του Λουτρακίου. Η Κατούνα κατακτήθηκε στα 1449-50 από τον Σινάν Πασά, που είχε καταλάβει τότε ολόκληρο την περιοχή του Ξηρόμερου. Ο οικισμός της Κατούνας, είναι από τους παλιότερους του Ξηρομέρου και ανάγεται πριν και απ’ τους Βυζαντινούς χρόνους. Στις 29/10/1960 τα περισσότερα κτίσματα της Κατούνας καταστράφηκαν, μετά από μεγάλο σεισμό που έγινε στην περιοχή του ρήγματος της Στραγκολαγκάδας.

Αρχαία Πάλαιρος

Η σημαντικότερη θέση στην περιοχή της Δ.Ε. Παλαίρου είναι η Αρχαία Πόλη της Παλαίρου, η οποία βρισκόταν στη σημερινή Κεχροπούλα, στα Νοτιοανατολικά της Χερσονήσου. Η Πόλη θεωρείται ότι υπήρχε από την Μυκηναϊκή περίοδο. Βόρεια της πόλεως της Παλαίρου απλώνεται η Λίμνη Βουλκαριά, η Λίμνη Μυρτούντιον κατά τον Σταύρωνα. Λίμνη πιθανόν κατάλοιπο της λιμνοθάλασσας που κατέκλειε την έκταση της σημερινής πεδιάδας της Παλαίρου κατά τα Ομηρικά χρόνια. Η λιμνοθάλασσα αυτή ήταν κατά την παράδοση σωτήρας της Βασίλισσας Κλεοπάτρας, όταν κατά την Ναυμαχία του Ακτίου κυνηγημένη από τους διώκτες της πέρασε εύκολα με τα πλοία της από το ρηχό αύλακα της Παλαίρου. Ανάμνηση του παραπάνω περάσματος της Βασίλισσας της Αιγύπτου αποτελεί η διατήρηση της Επωνυμίας του αρχαίου περάσματος ως << Μόλος της Κλεοπάτρας

Η αρχαία πόλη Εχίνoς

Ορισμένοι αρχαιολόγοι την τοποθετούν στη θέση “Σπαρτάρια” και ορισμένοι στη Ρούγα. Έχουν βρεθεί ανεπίγραφες επιτύμβιες στήλες, καθώς και μεγάλο μαρμάρινο επιτύμβιο ανάγλυφο κόρης του 4ου αι. π.Χ.. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εικάζονται και διαφορετικές θέσεις για την πόλη.

 

Η αρχαία πόλη Ηράκλεια

Δεν είναι βέβαιο αν βρίσκεται στην κοινότητα Παλιαμπέλων πλησίον του λόφου του Προφήτη Ηλία ή στη χερσόνησο μεταξύ του όρμου της Ρούγας και του Αμβρακικού κόλπου. Σώζεται το τείχος της πόλης και ένας extra muros ναός, καθώς και ερείπια συγκροτήματος  Ρωμαϊκών Λουτρών δίπλα στη θάλασσα. Η περιοχή έχει χαρακτηρισθεί ως αρχαιολογικός χώρος με υπουργική απόφαση ΥΠΠΟ.

Λείψανα αρχαίου ναού, αφιερωμένου στον Ηρακλή.

Βρίσκονται ανατολικά της χερσονήσου όπου υπάρχει η αρχαία Ηράκλεια, στη θέση “Χαλίκι”. Ο ναός και η περιοχή γύρω από αυτόν σε ακτίνα 50 μέτρων έχει χαρακτηρισθεί ως αρχαιολογικός χώρος με υπουργική απόφαση ΥΠΠΟ.

Η αρχαία Τορύβεια.

Βρίσκεται στην κοινότητα Μοναστηρακίου στη θέση “Λυκούνικος”, επί του δρόμου από Μοναστηράκι προς Λιβάδι – υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ  Εχίνου και Τορύβειας.

Η αύλαξ της Κλεοπάτρας

Βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο. Θεωρείται ότι από εκεί πέρασε τα πλοία της η βασίλισσα Κλεοπάτρα για τη ναυμαχία του Ακτίου.

Εκκλησίες

Η περιοχή έχει να επιδείξει πολλές εκκλησίες και παρεκκλήσια. Από αυτά αξίζει να σημειωθεί η Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, η οποία βρίσκεται στην Πάλαιρο στα ριζά του βουνού Σερεκά και χτίστηκε περίπου στον 16ο αιώνα. Το καθολικό είναι μονόχωρη λιθόκτιστη Βασιλική με ημικυκλική αψίδα και δίρριχτη κεραμιδωτή στέγη. Η Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου ήταν Σταυροπηγιακή δηλαδή διοικούνταν απευθείας από το Πατριαρχείο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια για απελευθέρωση από την Τουρκική κυριαρχία και διατηρούσε λεχωκομείο και πτωχοκομείο για τους άστεγους της περιοχής. Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου είναι διακοσμημένος αλλά οι αγιογραφίες έχουν καταστραφεί εν μέρει από πυρκαγιά και υγρασία.

Στην περιοχή του Βάτου υπάρχει το Μοναστήρι της Παναγιάς της Ρόμβης ή Ρομπιάτισσας το οποίο είναι θεμελιωμένο σε τεράστιο συμπαγή βράχο. Σύμφωνα με την παράδοση θεωρείται ότι χτίστηκε 100 χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης και έχει επισκευαστεί μέχρι σήμερα πολλές φορές. Είναι ρυθμού βασιλικής μονόκλιτη και πλακοσκέπαστη. Από τις τοιχογραφίες που άλλοτε έφερνε, διασώζονται σήμερα μόνο αυτές του Ιερού, του Τέμπλου και του Παντοκράτορος